- είδημα
- εἴδημα, το (Α)γνώση, μάθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδημα σχηματίζεται με την απαθή βαθμίδα της ρίζας *weid- «γνωρίζω», που απαντά στον παρακμ. οίδα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰδήμασι — εἴδημα knowledge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)